Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(τοὺς κακούργους

См. также в других словарях:

  • ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… …   Dictionary of Greek

  • καιάδας — Βάραθρο που βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Σε αυτό έριχναν τα πτώματα των καταδικασμένων σε θάνατο κακούργων και τους αιχμαλώτους πολέμου. Ορισμένοι τον ταυτίζουν με τους Αποθέτας, όπου οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ανάπηρα ή καχεκτικά βρέφη. Η… …   Dictionary of Greek

  • κακούργος — α, ο και ικο (AM κακοῡργος, ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, ές και κακοεργός, όν) 1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»