-
1 επιλυω
1) развязывать, распускать(τὰ δεσμά Theocr.)
2) отвязывать, спускать (с привязи)(κύνας Xen.)
3) перен., тж. med. развязывать, давать свободу, разнуздывать(τοὺς κακούργους Luc.)
οὐδὲν αὐτοὺς ἐπιλύεται ἥ ἡλικία τὸ μέ οὐχὴ ἀγανακτεῖν Plat. — возраст нисколько не мешает им роптать4) разрешать, объяснять(ἀπορία τις ἐπιλύεται Arst.; πάντα τοῖς μαθηταῖς NT.)
5) опровергать6) ослаблять, расшатыватьτούτους μὲν ἐπιλύσεσθαι, ἐκείνους δὲ μεῖζον δυνήσεσθαι Lys. — (они боятся, что сами) утратят свою силу, а те, напротив, усилятся
-
2 ουπερ
I.тж. раздельно intens. = οὐ См. ουII.adv. [ὅς II]1) (там) именно гдеτέθνηκεν, οὗ. τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν Aesch. — (Этеокл) умер там, где пристало умирать молодым
2) (туда) именно кудаοὗ. τοὺς κακούργους (sc. ἐμβάλλουσιν) Thuc. — (Павсания хотели сбросить в пропасть), куда сбрасывают преступников
См. также в других словарях:
ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… … Dictionary of Greek
καιάδας — Βάραθρο που βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Σε αυτό έριχναν τα πτώματα των καταδικασμένων σε θάνατο κακούργων και τους αιχμαλώτους πολέμου. Ορισμένοι τον ταυτίζουν με τους Αποθέτας, όπου οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ανάπηρα ή καχεκτικά βρέφη. Η… … Dictionary of Greek
κακούργος — α, ο και ικο (AM κακοῡργος, ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, ές και κακοεργός, όν) 1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν… … Dictionary of Greek